-
1 γενέσια
γενέσια, ίων, τά (fr. adj. γενέσιος, ον, cp. Jos., Ant. 12, 196 ἡ γενέσιος ἡμέρα; 215; OGI 583, 14) birthday celebration (=Att. γενέθλια, whereas γενέσια earlier [Hdt. 4, 262 al.] meant a commemorative celebration on the birthday of a deceased pers.; s. Phryn. 103f Lob.; ERohde, Psyche3 I 235) Mt 14:6; Mk 6:21 (so Alciphron 2, 15, 1; 3, 19, 1; PFay 114, 20; POxy 736, 56; loanw. in rabb.—On the locative [dat.] of time Mk 6:21 cp. PCairZen 332, 1 [284 B.C.] τοῖς γενεθλίοις; BHHW I 529; BGU 1, 9 γενεσίοις; 149, 15 γενεθλίοις). S. B-D-F §200, 3; Schürer I 346–48 n. 26; ZNW 2, 1901, 48ff; WSchmidt, Geburtstag im Altertum 1908; POslo III p. 49. On GJs s. deStrycker 211. S. γενέθλιον.—RAC IX, 217–43. DELG s.v. γίγνομαι p. 223. M-M. -
2 γενεσια-λόγος
γενεσια-λόγος, = γενεϑλιαλόγος, Artemid. 2, 69.
-
3 γενεσια
-
4 γενέσια
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γενέσια
-
5 γενέσια
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γενέσια
-
6 γενέσια
празднование дня рождения.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γενέσια
-
7 Γενέσια
Γενέσιονneut nom /voc /acc pl -
8 γενέσια
γενέσιοςday kept in memory of the birthday of the dead: neut nom /voc /acc pl -
9 προ-γενεσία
προ-γενεσία, ἡ, die frühere Schöpfung (?).
-
10 παλιγ-γενεσία
παλιγ-γενεσία, ἡ, Wiedergeburt, Wiederaufleben, Erneuerung; ἐκ ϑανάτου, Long. 3, 4; ἀπ οϑανοῦσα μυῖα ἀνίσταται καὶ παλιγγενεσία τις αὐτῇ καὶ βίος ἄλλος ἐξ ὑπαρχῆς γίγνεται, Luc. enc. muscae 7; a. Sp.; Auferstehung, N. T.
-
11 θεο-γενεσία
θεο-γενεσία, ἡ, göttliche Geburt, Wiedergeburt durch die Taufe, K. S.
-
12 ἀει-γενεσία
ἀει-γενεσία, ἡ, fortwährendes Entstehen, Sp.
-
13 γενέσιος
γενέσιος, ον, = γενέϑλιος, 1) den Ursprung betreffend, Ποσειδῶν Paus. 2, 38, 4; ϑεὸς γ. καὶ πατρῷος Plut. de Pyth. or. 16. – 2) die Geburt betreffend, τὰ γενέσια, Geburtstag, N. T. u. a. Sp.; vgl. Lob. zu Phryn. p. 103; von den Atticisten getadelt. Bei Her. 4, 26 die jährliche Feier des Todestages, u. nach VLL. das öffentliche Todtenfest in Athen, B. A. 86 u. 231.
-
14 παλιγγενεσια
-
15 1077
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1077
-
16 рождение
-я ουδ.γέννηση•рождение ребнка γέννηση βρέφους•
год -я χρόνος γέννησης•
место -я τόπος γέννησης•
день -я τα γενέθλια•
день -я ленина τα γενέσια του Λένιν.
εκφρ.по -ю – καταγωγής, (κατά) την καταγωγή• γεννημένος•от -я – εκ γενητής, γενητάτος•глухой от -я – γενητάτος κουφός. -
17 γενέσιος
γενέσι-ος, ον,II Γενέσιον, τό, shrine of Posidon Γ., Paus.l.c.III γενέσια, τά, day kept in memory of the birthday of the dead, Hdt.4.26, cf. Ammon.p.36V., Phryn.83; to be distinguished from γενέθλια birthday-feast, though used for it in Pl.Lg. 784d (s. v. l.) and later Gk., POxy.736.56 (i B. C./i A. D.), PFay.114.20 (i/ii A. D.), etc., Alciphr.3.18 and 55, Ev.Matt.14.6, Ev.Marc.6.21, D.C.47.18; so ἡ γ. ἡμέρα, = ἡ γενέθλιος, CIG 2883c ([place name] Branchidae); ἡ γ. alone, OGI583.14 ([place name] Cyprus);τῇ τοῦ Σεβαστοῦ ἐμμήνῳ γ. IGRom.4.353b
(Pergam., ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενέσιος
-
18 παλιγγενεσία
πᾰλιγ-γενεσία, ἡ,A rebirth, regeneration, of the world, παλιγγενεσίας ἡγεμόνες, of Noah and his sons, Id.2.144;ἡ ἀνάκτησις καὶ π. τῆς πατρίδος J. AJ11.3.9
; renewal of a race, Corp.Herm.3.3; of persons, beginning of a new life,εἰς π. ὁρμᾶν Ph.1.159
, cf. Luc.Musc.Enc.7: hence of restoration after exile, Cic.Att.6.6.4; transmigration, reincarnation of souls, Plu.2.998c; cf. μετεμψύχωσις fin.2 in Stoic Philos., rebirth of the κόσμος, Chrysipp.Stoic.2.191: pl., ib. 187, Boeth.Stoic. 3.265; so later,ἡ περιοδικὴ π. τῶν ὅλων M.Ant.11.1
, cf. Procl. in Ti.3.241 D.II in Roman Law, = restitutio natalium, Just.Nov.18.11.III in NT.,1 resurrection, Ev.Matt.19.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλιγγενεσία
-
19 πρωτογενέσια
πρωτο-γενέσια, τά,A celebration of the first birthday, PCair. Preis.31.23 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτογενέσια
-
20 ἀειγενεσία
ἀει-γενεσία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀειγενεσία
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γενέσια — τα (AM) βλ. γενέσιος … Dictionary of Greek
Γενέσια — Γενέσιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενέσια — γενέσιος day kept in memory of the birthday of the dead neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГЕНЕСИИ — • Γενέσια, τὰ, в общем смысле дни для чествования умерших, в частном смысле общественный праздник в Афинах, праздновавшийся на 5 й день месяца Боедромиона в память умерших. Настоящее название этого праздника, вероятно, было Νεκύσια… … Реальный словарь классических древностей
ετερογενεσία — η 1. η αδυναμία γονιμοποίησης μεταξύ δύο ατόμων διαφορετικών ειδών 2. διασταύρωση μεταξύ ατόμων απομακρυσμένων ανθρώπινων φυλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + γενεσία (< γενέτης), πρβλ. απο γενεσία, αει γενεσία] … Dictionary of Greek
θεογενεσία — η (Α θεογενεσία) η κατά θεόν γέννηση, η αναγέννηση τού ανθρώπου με το μυστήριο τού βαπτίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γενεσία (< γενέτης), πρβλ. αει γενεσία παλιγ γενεσία] … Dictionary of Greek
ПОХОРОНЫ — • Funus. I. У греков: τάφος. Торжественно хоронить мертвых и считать их могилы святыми было у греков религиозною обязанностью и вкоренившимся обычаем, основанным на их веровании в блуждание непогребенных. Какие глубокие… … Реальный словарь классических древностей
ПОХОРОНЫ — • Funus. I. У греков: τάφος. Торжественно хоронить мертвых и считать их могилы святыми было у греков религиозною обязанностью и вкоренившимся обычаем, основанным на их веровании в блуждание непогребенных. Какие глубокие… … Реальный словарь классических древностей
γενέσιος — ον (AM γενέσιος, ον) [γενέτης] το ουδ. ως ουσ. η επέτειος τής γέννησης προσφιλών νεκρών ή ένδοξων μορφών τού παρελθόντος («το Γενέσιον τού Προδρόμου», «τα Γενέσια τής Θεοτόκου») μσν. το ουδ. ως ουσ. η γέννηση αρχ. 1. (για θεό) ο προστάτης ενός… … Dictionary of Greek
παλιγγενεσία — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών. 1. Πολιτική ημερήσια αθηναϊκή εφημερίδα. Ιδρύθηκε στις 20 Οκτωβρίου του 1862 από τον Ιωάννη Αγγελόπουλο και εκδιδόταν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1899. 2. Εφημερίδα της Κέρκυρας. Ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του… … Dictionary of Greek
πολυγενεσία — και πολυγένεση, η, Ν (λαογρ.) η παρουσία σε όλα σχεδόν τα σημεία τού κόσμου παραμυθιών και υποκείμενων σε αυτά πίστεων και συνηθειών, που εμφανίζουν μεγάλη ομοιότητα μεταξύ τους, η οποία αποδίδεται στην κοινή φύση τών ανθρώπων και τών λαών και… … Dictionary of Greek